φτερουγητό
Смотреть что такое "φτερουγητό" в других словарях:
φτερουγητό — το, Ν φτερούγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερουγώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek
φτερουγητό — το το φτερούγισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)